Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

2.
Κλασική μουσική ήταν η επιλογή της καθώς μόνο με αυτήν μπορούσε να χαλαρώσει, όμως μάταια... ερχόταν στο μυαλό της η ίδια πρόταση ξανά και ξανά «θα έρθουν νέοι γείτονες από τον Καναδά». 

Με αυτήν τη σκέψη αποκοιμήθηκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με τα ρούχα που φορούσε όλη μέρα στο σχολείο ενώ όταν το ρολόι έδειξε έξι ακριβώς χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο διακόπτοντας έτσι τον απογευματινό της ύπνο, που ομολογουμένως δεν ήταν και ο καλύτερος αφού το τζιν παντελόνι που φορούσε ήταν αρκετά στενό και καθόλου άνετο για ύπνο. Έτσι έκανε πάντα. Όταν ερχόταν η ώρα για διάβασμα δε φορούσε άνετα ρούχα ούτε τις πιτζάμες της. Πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να συγκεντρωθεί στο διάβασμά της και δε θα χαλαρώσει με αποτέλεσμα να της έρθει υπνηλία. Και τελικά είχε αποτέλεσμα όλο αυτό το έξυπνο κόλπο.

Σήκωσε το τηλέφωνο μισοκοιμησμένη και με βραχνή και μπάσα φωνή ρώτησε ποιος ήταν καθώς δεν πρόλαβε να δει ποιος την καλούσε. –Μη μου πεις ότι κοιμάσαι! Ακούστηκε να λέει μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη, μια φωνή που η ίδια αρχικά δεν αναγνώρισε. –Ποιος είναι; ξαναρώτησε με μεγάλη απορία η Έμμα, ενώ άκουγε φωνές και γέλια στην άλλη άκρη του ακουστικού. –Καλά! Δεν είπαμε ότι θα διαβάζαμε το μεσημέρι για το αυριανό διαγώνισμα και μετά θα βρισκόμασταν στην πλατεία της γειτονιάς για να πάμε μέχρι το εμπορικό; Το ξέχασες; -Τρομαγμένη η Έμμα που την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει και χωρίς να έχει την αίσθηση του χρόνου ρώτησε τι ώρα ήταν. 

–Είναι έξι και εσύ είσαι στο κρεβάτι σου και αφήνεις την μοναδική και ανεπανάληπτη κολλητή σου να σε περιμένει μόνη της μέσα στη βροχή ενώ ήδη έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Είσαι απαράδεκτη νεαρή μου! Η Έμμα δεν ήξερε τι να πεί για να δικαιολογήσει την πραγματικά πολύ περίεργη κατάσταση στην οποία βρέθηκε νωρίτερα το μεσημέρι. –Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί και θα σου εξηγήσω τι έγινε. Θέλω πολύ να μου πεις τη γνώμη σου. Αφού έκλεισαν το τηλέφωνο τα δυο κορίτσια, η Έμμα δεν άλλαξε καν τα ρούχα που φορούσε από το πρωί κατέβηκε φουριόζα τη μεγάλη, ξύλινη σκάλα και με δυο σάλτα έφτασε ακριβώς μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού και με μια τσιριχτή φωνή ειδοποίησε τη μητέρα της ότι θα βγει έξω για λίγο.

Η Μαρία απλώς της είπε εντάξει, καθώς ήταν ολοκληρωτικά απορροφημένη στο νέο της δημιούργημα. Ο πίνακας αυτός ήταν και ο τελευταίος της συγκεκριμένης δουλειάς και ομολογουμένως ήταν και ο αγαπημένος της καθώς τον κοιτούσε και χανόταν μέσα του. Τον θαύμαζε όσο δεν είχε θαυμάσει κανέναν άλλο στα τόσα χρόνια της δουλειάς της.

Οι πίνακες της Μαρίας περιστρέφονταν πάντα γύρω απο τη θάλασσα. Το κύριο θέμα τους ήταν η θαλάσσια ζωή αν και η ίδια δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με αυτήν. Ακόμα και το καλοκαίρι η Μαρία προτιμούσε και συνήθιζε να περνάει τις διακοπές της σε κάποιο βουνό ή στην εξοχή παρά να κολυμπάει στη θάλασσα. – Όταν κοιτάζω τη θάλασσα ανατριχιάζω ολόκληρη και δεν έχω ιδέα γιατί. Και για να ελαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα αστειευόταν λέγοντας πως στην προηγούμενη ζωή της πρέπει να πνίγηκε σε κάποιο ναυάγιο. Κανείς όμως δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Μαρία στους πίνακές της αποτύπωνε τη θάλασσα που την τρόμαζε τόσο πολύ, ούτε καν η ίδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου